- ταγώ
- -έω, Α [ταγός](ποιητ. τ.) είμαι ταγός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταγῷ — τᾱγῷ , ταγός commander masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομοταγώ — έω, Α συμβάλλω, συντελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + ταγῶ «είμαι ταγός, αρχηγός»] … Dictionary of Greek